- κυανίζω
- κυανίζωpres subj act 1st sgκυανίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυανίζω — (AM κυανίζω) [κύανος] 1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.) … Dictionary of Greek
κυανιζόντων — κυανίζω pres part act masc/neut gen pl κυανίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίζει — κυανίζω pres ind mp 2nd sg κυανίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίζον — κυανίζω pres part act masc voc sg κυανίζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίζοντα — κυανίζω pres part act neut nom/voc/acc pl κυανίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανιζομένη — κυανίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανιζομένῃ — κυανίζω pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίζειν — κυανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίζουσα — κυανίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίζουσαι — κυανίζω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)